-
1 ῥοιβδέω
A move with a whistling or rustling sound, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος letting the swelling aegis rustle (as she flies), A.Eu. 404: intr., of wind, whistle,ῥοιβδήσας Εὖρος AP7.636
(Crin.).II suck down, of Charybdis, Od.12.106;κῦμα δ' ἐρροίβδει μέγα σύνεγγυς ἡμῶν Ezek.Exag. 237
, cf. Aristid.Or.46(3).38.2 cause to gush forth,ὅταν.. κρηναῖον ἐξ ἄμμοιο-ήση γάνος Lyc.247
. (In signf. 11 ῥυβδέω shd. perh. be written, cf. ἀναρροιβδέω; signf. 1 is found also in ἀπορροιβδέω, ἐπιρροιβδέω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοιβδέω
См. также в других словарях:
ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο … Dictionary of Greek